ἀδενοειδής

ἀδενοειδής
ἀδενοειδής, ές, ([etym.] ἀδήν)
A glandular, Herophil. ap. Gal.UP14.11:— [full] ἀδενώδη

φύματα Plu.2.664f

, cf. Gal.UP14.13, Sor.1.12.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αδενοειδής — ἀδενοειδής, ές (Α) αυτός που μοιάζει με αδένα νεοελλ. Ιατρ. παλαιός χαρακτηρισμός διαφόρων τύπων επιθηλιωμάτων, όπως το μεταστατικό αδένωμα τού θυρεοειδούς …   Dictionary of Greek

  • αδενοειδής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, όμοιος με αδένα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀδενοειδῆ — ἀδενοειδής glandular neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀδενοειδής glandular masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀδενοειδής glandular masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδενοειδεῖς — ἀδενοειδής glandular masc/fem acc pl ἀδενοειδής glandular masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδενοειδέσι — ἀδενοειδής glandular masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδενοειδέσιν — ἀδενοειδής glandular masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδενοειδῶν — ἀδενοειδής glandular masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”